Σύμπηξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σύμπηξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concreção, concretização, concretion, concretude, solidificação
Σύμπηξη στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμπηξη

σύμπηξη-συνωνυμο, σύμπηξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σύμπηξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σύμβουλος στα πορτογαλικά - conselheiro, assessor, consultor, advisor, orientador
  • σύμμαχος στα πορτογαλικά - aliado, aliada, aliados, aliar
  • σύμπλεγμα στα πορτογαλικά - conjunto, turma, grupo, agrupar, terras, complexo, complexa, ...
  • σύμπτωμα στα πορτογαλικά - simetria, sintoma, sintomas, dos sintomas, de sintomas, sintoma de
Τυχαίες λέξεις
Σύμπηξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: concreção, concretização, concretion, concretude, solidificação