Σύμπηξη στα ισλανδικά
Μετάφραση: σύμπηξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
steinmyndun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύμπηξη
σύμπηξη-συνωνυμο, σύμπηξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σύμπηξη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σύμβουλος στα ισλανδικά - ráðunautur, ráðgjafi, ráðgjafa, leiðbeinandi, Advisor
- σύμμαχος στα ισλανδικά - bandamaður, bandamann
- σύμπλεγμα στα ισλανδικά - hópur, flókið, flókin, flóknari, flóknar, flókna
- σύμπτωμα στα ισλανδικά - einkenni, einkennið, einkenni sem, einkennin, einkenna
Τυχαίες λέξεις
Σύμπηξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: steinmyndun
Μεταφράσεις: steinmyndun