Σύμπηξη στα τούρκικα
Μετάφραση: σύμπηξη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katılaşma, şiş, concretion, katılaşmış, birleşme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύμπηξη
σύμπηξη-συνωνυμο, σύμπηξη λεξικό γλώσσας τούρκικα, σύμπηξη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σύμβουλος στα τούρκικα - danışman, müşavir, danışmanı, Advisor, danışmanlık, danışmanlığını
- σύμμαχος στα τούρκικα - müttefik, müttefiki, bir müttefik, ally, bir müttefiki
- σύμπλεγμα στα τούρκικα - grup, tutam, demet, küme, kompleks, karmaşık, kompleksi, ...
- σύμπτωμα στα τούρκικα - semptom, belirti, belirtisi, semptomu
Τυχαίες λέξεις
Σύμπηξη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: katılaşma, şiş, concretion, katılaşmış, birleşme
Μεταφράσεις: katılaşma, şiş, concretion, katılaşmış, birleşme