Σύμπηξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύμπηξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verharding, concretie, verdichting, concretion, concretisering
Σύμπηξη στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμπηξη

σύμπηξη-συνωνυμο, σύμπηξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύμπηξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύμβουλος στα ολλανδικά - raadsman, raadgever, adviseur, mentor, advisor, adviseur van
  • σύμμαχος στα ολλανδικά - bondgenoot, bondgenoot van, ally
  • σύμπλεγμα στα ολλανδικά - afbinden, toebinden, bundel, bos, wis, groepering, groep, ...
  • σύμπτωμα στα ολλανδικά - verschijnsel, teken, symptoom, symptomen, de symptomen
Τυχαίες λέξεις
Σύμπηξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verharding, concretie, verdichting, concretion, concretisering