Ένεση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ένεση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инжектиране, инжекция, впръскване, инжекционен, инжекционна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένεση
ένεση βιταμίνης κ, ένεση στο μάτι, ένεση ινσουλίνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση καμφοράς, ένεση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ένεση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ένδειξη στα βουλγαρικά - указание, посочване, показание, индикация
- ένδοξος στα βουλγαρικά - славен, славно, славна, славното, славната
- ένζυμο στα βουλγαρικά - ензим, ензима, ензимен, ензими
- ένιωθα στα βουλγαρικά - филц, чувствах, усетих, почувствах, чувствах се, почувствах се
Τυχαίες λέξεις
Ένεση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инжектиране, инжекция, впръскване, инжекционен, инжекционна
Μεταφράσεις: инжектиране, инжекция, впръскване, инжекционен, инжекционна