Ένεση στα λιθουανικά
Μετάφραση: ένεση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpurškimas, injekcija, injekcijos, įpurškimo, injekcinis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένεση
ένεση βιταμίνης κ, ένεση στο μάτι, ένεση ινσουλίνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση καμφοράς, ένεση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ένεση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ένδειξη στα λιθουανικά - indikacija, nurodymas, nuoroda, požymių
- ένδοξος στα λιθουανικά - šlovingas, šlovingą, šlovinga, šlovės, puikus
- ένζυμο στα λιθουανικά - fermentas, fermento, fermentų, fermentą
- ένιωθα στα λιθουανικά - fetras, veltinis, Aš jaučiau,, Aš jaučiau, Aš jaučiausi
Τυχαίες λέξεις
Ένεση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įpurškimas, injekcija, injekcijos, įpurškimo, injekcinis
Μεταφράσεις: įpurškimas, injekcija, injekcijos, įpurškimo, injekcinis