Έσοδο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доход, доходите, доходи, приходи, дохода
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, έσοδο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα βουλγαρικά - сперма, хайде, дойда, идвам, дойде, идват
- έρωτας στα βουλγαρικά - пол, любува, любов, сексуалност, обичам, обичат, обичаш, ...
- έστω στα βουλγαρικά - потя, дори, дори и, още, още по
- έσχατος στα βουλγαρικά - последен, краен, крайната, крайния, крайна
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: доход, доходите, доходи, приходи, дохода
Μεταφράσεις: доход, доходите, доходи, приходи, дохода