Έσοδο στα δανικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indkomst, indtægter, indtægt, resultatopgørelsen, indkomster
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας δανικά, έσοδο στα δανικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα δανικά - komme, kommer, kommet, vende, kom
- έρωτας στα δανικά - elske, kærlighed, køn, elsker, love
- έστω στα δανικά - selv, endda, endnu, endog
- έσχατος στα δανικά - forfærdelig, frygtelig, ultimativ, ultimative, endelige, sidste ende
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indkomst, indtægter, indtægt, resultatopgørelsen, indkomster
Μεταφράσεις: indkomst, indtægter, indtægt, resultatopgørelsen, indkomster