Έσοδο στα λιθουανικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pajamos, pajamų, pajamas, pelno
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, έσοδο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα λιθουανικά - ateiti, sperma, atvykti, paliko, ateis, atėjo, ateina
- έρωτας στα λιθουανικά - mylėti, mėgti, meilė, mielas, lytis, seksualumas, patinka, ...
- έστω στα λιθουανικά - net, netgi, dar, net ir
- έσχατος στα λιθουανικά - baisus, pagrindinis, galutinis, galutinė, galutiniam, svarbiausias
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pajamos, pajamų, pajamas, pelno
Μεταφράσεις: pajamos, pajamų, pajamas, pelno