Αβλεψία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αβλεψία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надзор, контрол, надзор на, надзор върху
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβλεψία
αβλεψία συνώνυμα, αβλεψία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αβλεψία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αβαείο στα βουλγαρικά - абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството
- αβεβαιότητα στα βουλγαρικά - несигурност, несигурността, неопределеност, неопределеността
- αβρός στα βουλγαρικά - с изтънчени обноски, според етикецията, дворцови, изискано, изискан
- αβρότητα στα βουλγαρικά - нежност, кротост, благост, нежността, кротък
Τυχαίες λέξεις
Αβλεψία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: надзор, контрол, надзор на, надзор върху
Μεταφράσεις: надзор, контрол, надзор на, надзор върху