Αβλεψία στα ουκρανικά
Μετάφραση: αβλεψία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нагляд, помилка, недогляд, догляд
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβλεψία
αβλεψία συνώνυμα, αβλεψία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αβλεψία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αβαείο στα ουκρανικά - монастир, абатство, аббатство, абатства
- αβεβαιότητα στα ουκρανικά - невизначеність, вагання, вагатися, вагатись, непевність
- αβρός στα ουκρανικά - привітний, приступний, чемний, одурити, вишуканий, ввічливий, важливий, ...
- αβρότητα στα ουκρανικά - привітність, поштивість, чемність, люб'язність, увічливість, м'якість, м'якості
Τυχαίες λέξεις
Αβλεψία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нагляд, помилка, недогляд, догляд
Μεταφράσεις: нагляд, помилка, недогляд, догляд