Αβλεψία στα ισλανδικά
Μετάφραση: αβλεψία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlit, eftirliti, umsjón, eftirlits, umsjónar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβλεψία
αβλεψία συνώνυμα, αβλεψία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αβλεψία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αβαείο στα ισλανδικά - klaustri, Abbey, klaustrið, klaustur
- αβεβαιότητα στα ισλανδικά - óvissa, óvissu, óvissan, óvissa ríkir, óvissa er
- αβρός στα ισλανδικά - göfugur, courtly
- αβρότητα στα ισλανδικά - hógværð, gæska, hógværð og
Τυχαίες λέξεις
Αβλεψία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eftirlit, eftirliti, umsjón, eftirlits, umsjónar
Μεταφράσεις: eftirlit, eftirliti, umsjón, eftirlits, umsjónar