Αβλεψία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αβλεψία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fiscalização, superintendência, descuido, vigilância, supervisão
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβλεψία
αβλεψία συνώνυμα, αβλεψία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αβλεψία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αβαείο στα πορτογαλικά - abadia, Abbey, abadia de, mosteiro, da abadia
- αβεβαιότητα στα πορτογαλικά - incerteza, dúvida, incertezas, a incerteza, insegurança, de incerteza
- αβρός στα πορτογαλικά - nobre, gentil, amável, bondoso, afável, polido, cortês, ...
- αβρότητα στα πορτογαλικά - brandura, suavidade, ternura, docilidade, gentileza
Τυχαίες λέξεις
Αβλεψία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fiscalização, superintendência, descuido, vigilância, supervisão
Μεταφράσεις: fiscalização, superintendência, descuido, vigilância, supervisão