Αβλεψία στα δανικά

Μετάφραση: αβλεψία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilsyn, overvågning, kontrol, tilsynet, tilsyn med
Αβλεψία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αβλεψία

αβλεψία συνώνυμα, αβλεψία λεξικό γλώσσας δανικά, αβλεψία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αβαείο στα δανικά - abbedi, Abbey, kloster, klosteret, klostret
  • αβεβαιότητα στα δανικά - tvivl, usikkerhed, usikkerheden, uvished, usikkerhed med
  • αβρός στα δανικά - venlig, adelsmand, elskværdig, høviske, høvisk, hoffets, courtly
  • αβρότητα στα δανικά - mildhed, blidhed, blidhedens, nænsomhed, venlighed
Τυχαίες λέξεις
Αβλεψία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilsyn, overvågning, kontrol, tilsynet, tilsyn med