Αβλεψία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αβλεψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toezicht, onoplettendheid, vergissing, toezicht op, het toezicht
Αβλεψία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αβλεψία

αβλεψία συνώνυμα, αβλεψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αβλεψία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αβαείο στα ολλανδικά - abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van
  • αβεβαιότητα στα ολλανδικά - twijfel, onzekerheid, de onzekerheid, onzekerheden, onduidelijkheid, onzekere
  • αβρός στα ολλανδικά - voorkomend, adellijk, edelman, lief, aardig, zoet, nobel, ...
  • αβρότητα στα ολλανδικά - mildheid, vriendelijkheid, zachtheid, zachtmoedigheid, zachtaardigheid
Τυχαίες λέξεις
Αβλεψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toezicht, onoplettendheid, vergissing, toezicht op, het toezicht