Αδέξιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αδέξιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мърляч, нахлупвам, небрежна работа, прегърбена стойка, мъкна се
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέξιος
αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος δεξιός, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδέξιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αγώνας στα βουλγαρικά - конфликт, противоречие, стълкновение, бой, мач, среща, съвпадение, ...
- αδένας στα βουλγαρικά - железа, жлеза, жлези, уплътнение
- αδέσμευτος στα βουλγαρικά - необвързан, неприкачена, неприкрепена, неприкрепени, разделят напълно
- αδέσποτος στα βουλγαρικά - безстопанствен, безпризорен
Τυχαίες λέξεις
Αδέξιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мърляч, нахлупвам, небрежна работа, прегърбена стойка, мъкна се
Μεταφράσεις: мърляч, нахлупвам, небрежна работа, прегърбена стойка, мъкна се