Αδέξιος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδέξιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незугарний, ніяковий, скрутний, дурний, незручний, селюк, великоваговий, жорстокий, небажаний, глупий, непридатний, непідходящий, незграбний, селючка, невідповідність, негідний, сутулитися, сутулитись, сутулиться
Αδέξιος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδέξιος

αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος δεξιός, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδέξιος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αγώνας στα ουκρανικά - боротьба, матадор, воювати, боротися, бій, матч
  • αδένας στα ουκρανικά - залоза, заліза
  • αδέσμευτος στα ουκρανικά - вільнонайманий, позаштатний, неприкріплений, ненатягнутий, ненатягнуті
  • αδέσποτος στα ουκρανικά - безхазяйний, безгоспний, нічийний, безгосподарний, безхозний
Τυχαίες λέξεις
Αδέξιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незугарний, ніяковий, скрутний, дурний, незручний, селюк, великоваговий, жорстокий, небажаний, глупий, непридатний, непідходящий, незграбний, селючка, невідповідність, негідний, сутулитися, сутулитись, сутулиться