Αδέξιος στα δανικά
Μετάφραση: αδέξιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
daske, sjusket, bulet, Læn, et dårligt kropssprog
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέξιος
αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος δεξιός, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος λεξικό γλώσσας δανικά, αδέξιος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αγώνας στα δανικά - kamp, stride, slag, match, kæmpe, slagsmål, tændstik, ...
- αδένας στα δανικά - kirtel, kirtlen, kirtler, forskruning
- αδέσμευτος στα δανικά - uhæftede, Ikkefastgjorte, utilknyttet, løstliggende, ikke fastgjorte
- αδέσποτος στα δανικά - herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs
Τυχαίες λέξεις
Αδέξιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: daske, sjusket, bulet, Læn, et dårligt kropssprog
Μεταφράσεις: daske, sjusket, bulet, Læn, et dårligt kropssprog