Αδέξιος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδέξιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desastrado, inábil, desajeitado, desleixo, slouch, andar relaxado, desleixado
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέξιος
αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος δεξιός, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδέξιος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγώνας στα πορτογαλικά - combinar, conflitos, brigar, esforço, pelejar, batalhar, luta, ...
- αδένας στα πορτογαλικά - glândula, da glândula, glândulas, glândula de, bucim
- αδέσμευτος στα πορτογαλικά - independente, não comprometido, solto, desapegado, unattached
- αδέσποτος στα πορτογαλικά - sem dono, ownerless, sem proprietário, não tem dono
Τυχαίες λέξεις
Αδέξιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desastrado, inábil, desajeitado, desleixo, slouch, andar relaxado, desleixado
Μεταφράσεις: desastrado, inábil, desajeitado, desleixo, slouch, andar relaxado, desleixado