Αδέσποτος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αδέσποτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безстопанствен, безпризорен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσποτος
αδέσποτος σκύλος, νικόλαος αδέσποτος, αδέσποτος σκύλος ζούσε στα σκουπίδια και όταν σώθηκε έκανε κάτι απίστευτο, αδέσποτος συνώνυμα, αδέσποτος εξωπλανήτης, αδέσποτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδέσποτος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αδέξιος στα βουλγαρικά - мърляч, нахлупвам, небрежна работа, прегърбена стойка, мъкна се
- αδέσμευτος στα βουλγαρικά - необвързан, неприкачена, неприкрепена, неприкрепени, разделят напълно
- αδίκημα στα βουλγαρικά - престъпление, нарушение, атака, деяние
- αδίστακτος στα βουλγαρικά - безскрупулен, безжалостен, безмилостен, безмилостна, безмилостни
Τυχαίες λέξεις
Αδέσποτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: безстопанствен, безпризорен
Μεταφράσεις: безстопанствен, безпризорен