Αδέσποτος στα εσθονικά
Μετάφραση: αδέσποτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhuslik, omanikuta, peremehetu, Haltijaton, Isännätön
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσποτος
αδέσποτος σκύλος, νικόλαος αδέσποτος, αδέσποτος σκύλος ζούσε στα σκουπίδια και όταν σώθηκε έκανε κάτι απίστευτο, αδέσποτος συνώνυμα, αδέσποτος εξωπλανήτης, αδέσποτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδέσποτος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αδέξιος στα εσθονικά - karmikäeline, täbar, piinlik, vilumatu, kohatu, kohmakas, looder, ...
- αδέσμευτος στα εσθονικά - vabakutseline, vallaline, kinnitamata, lahtine, kinnitumata, mittekinnitatavat
- αδίκημα στα εσθονικά - seaduserikkumine, solvang, süütegu, kuriteo, õigusrikkumise, kuritegu, süüteo
- αδίστακτος στα εσθονικά - halastamatu, armutu, julm, julma, halastamatut
Τυχαίες λέξεις
Αδέσποτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: juhuslik, omanikuta, peremehetu, Haltijaton, Isännätön
Μεταφράσεις: juhuslik, omanikuta, peremehetu, Haltijaton, Isännätön