Αδέσποτος στα δανικά
Μετάφραση: αδέσποτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσποτος
αδέσποτος σκύλος, νικόλαος αδέσποτος, αδέσποτος σκύλος ζούσε στα σκουπίδια και όταν σώθηκε έκανε κάτι απίστευτο, αδέσποτος συνώνυμα, αδέσποτος εξωπλανήτης, αδέσποτος λεξικό γλώσσας δανικά, αδέσποτος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αδέξιος στα δανικά - daske, sjusket, bulet, Læn, et dårligt kropssprog
- αδέσμευτος στα δανικά - uhæftede, Ikkefastgjorte, utilknyttet, løstliggende, ikke fastgjorte
- αδίκημα στα δανικά - forbrydelse, lovovertrædelse, overtrædelsen, lovovertrædelsen, strafbar handling
- αδίστακτος στα δανικά - hensynsløs, hensynsløse, skånselsløs, skånselsløse, ubarmhjertige
Τυχαίες λέξεις
Αδέσποτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs
Μεταφράσεις: herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs