Αδέσποτος στα ιταλικά
Μετάφραση: αδέσποτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ownerless, senza proprietario, senza padrone, senza padroni, privo di una sostanzialità
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσποτος
αδέσποτος σκύλος, νικόλαος αδέσποτος, αδέσποτος σκύλος ζούσε στα σκουπίδια και όταν σώθηκε έκανε κάτι απίστευτο, αδέσποτος συνώνυμα, αδέσποτος εξωπλανήτης, αδέσποτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδέσποτος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αδέξιος στα ιταλικά - scomodo, inetto, incapace, goffo, sgraziato, maldestro, impacciato, ...
- αδέσμευτος στα ιταλικά - indipendente, senza legami, distaccato, unattached, slegato, distaccati
- αδίκημα στα ιταλικά - reato, affronto, infrazione, offesa, reati, delitto
- αδίστακτος στα ιταλικά - spietato, spietata, spietati, crudele, senza scrupoli
Τυχαίες λέξεις
Αδέσποτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ownerless, senza proprietario, senza padrone, senza padroni, privo di una sostanzialità
Μεταφράσεις: ownerless, senza proprietario, senza padrone, senza padroni, privo di una sostanzialità