Αδέσποτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδέσποτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dolen, zwerven, dwalen, onbeheerd, eigenaarloos, zonder eigenaar, ownerless
Αδέσποτος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδέσποτος

αδέσποτος σκύλος, νικόλαος αδέσποτος, αδέσποτος σκύλος ζούσε στα σκουπίδια και όταν σώθηκε έκανε κάτι απίστευτο, αδέσποτος συνώνυμα, αδέσποτος εξωπλανήτης, αδέσποτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδέσποτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδέξιος στα ολλανδικά - log, schutterig, knullig, onhandig, sukkelig, stumperig, onbeholpen, ...
  • αδέσμευτος στα ολλανδικά - niet verbonden, losse, ongebonden, niet gehecht
  • αδίκημα στα ολλανδικά - overtreding, vergrijp, aanstoot, belediging, ergernis
  • αδίστακτος στα ολλανδικά - meedogenloos, meedogenloze, wrede, genadeloze, ruthless
Τυχαίες λέξεις
Αδέσποτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dolen, zwerven, dwalen, onbeheerd, eigenaarloos, zonder eigenaar, ownerless