Ανήσυχα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ανήσυχα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неспокойно, смутено, притеснено, неловко, неудобство
Ανήσυχα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήσυχα

ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανήσυχα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ανήκω στα βουλγαρικά - принадлежа, принадлежат, принадлежи, спадат, принадлежим
  • ανήμπορος στα βουλγαρικά - безпомощен, безпомощни, безпомощно, безпомощна, безпомощност
  • ανήσυχος στα βουλγαρικά - разтревожен, загрижен, притеснен, угрижена, притеснявате
  • ανήφορος στα βουλγαρικά - изкачване, набиране на височина, изкачи, катерене
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неспокойно, смутено, притеснено, неловко, неудобство