Ανήσυχα στα εσθονικά

Μετάφραση: ανήσυχα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
närviliselt, kohmetult, rahutult, murelikult
Ανήσυχα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήσυχα

ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανήσυχα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανήκω στα εσθονικά - kuuluma, kuuluvad, kuulu, kuulub, kuuluda
  • ανήμπορος στα εσθονικά - abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse
  • ανήσυχος στα εσθονικά - kibelev, murelik, rahutu, mures, muret, närviline
  • ανήφορος στα εσθονικά - vaevaline, raske, ülesmäge, tõus, ronima, ronida, tõusukiirus, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: närviliselt, kohmetult, rahutult, murelikult