Ανήσυχα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανήσυχα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нервово, неспокійно, занепокоєно, тривожно, стурбовано
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήσυχα
ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανήσυχα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανήκω στα ουκρανικά - поміщатись, поміщатися, міститися, міститись, належати, належатиме, належатимуть
- ανήμπορος στα ουκρανικά - безпомічний, недотепний, невмілий, беззахисний, безпорадний, безпорадна, безпорадне, ...
- ανήσυχος στα ουκρανικά - передчуттів, тривоги, схвильований, неспокійний, стурбований, тривожний, тямущий, ...
- ανήφορος στα ουκρανικά - підйом, піднесення
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нервово, неспокійно, занепокоєно, тривожно, стурбовано
Μεταφράσεις: нервово, неспокійно, занепокоєно, тривожно, стурбовано