Ανήσυχα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανήσυχα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbehaaglijk, onrustig, ongemakkelijk, zich onrustig, gespannen voet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήσυχα
ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανήσυχα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανήκω στα ολλανδικά - behoren, horen, behoort, deel uitmaken, toebehoren
- ανήμπορος στα ολλανδικά - hulpeloos, machteloos, hulpeloze
- ανήσυχος στα ολλανδικά - ongerust, beducht, bezorgd, zenuwachtig, nerveus, bang, zorgen, ...
- ανήφορος στα ολλανδικά - beklimmen, klimmen, klim, col, beklim
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbehaaglijk, onrustig, ongemakkelijk, zich onrustig, gespannen voet
Μεταφράσεις: onbehaaglijk, onrustig, ongemakkelijk, zich onrustig, gespannen voet