Ανήσυχα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανήσυχα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquieto, desconfortavelmente, inquietamente, inquietos, inquieta
Ανήσυχα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήσυχα

ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανήσυχα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανήκω στα πορτογαλικά - pertencer, pertencem, pertence, pertenço, pertencemos
  • ανήμπορος στα πορτογαλικά - desamparado, impotente, indefeso, indefesa, impotentes
  • ανήσυχος στα πορτογαλικά - ansioso, nervoso, preocupado, preocupada, preocupados, preocupado com, preocupadas
  • ανήφορος στα πορτογαλικά - subida, escalada, subir, escalar, de subida
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inquieto, desconfortavelmente, inquietamente, inquietos, inquieta