Ανήσυχα στα δανικά

Μετάφραση: ανήσυχα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uroligt, urolig, sig uroligt, beklemt, nervøst
Ανήσυχα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήσυχα

ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα λεξικό γλώσσας δανικά, ανήσυχα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανήκω στα δανικά - tilhører, hører, tilhøre, høre, hører hjemme
  • ανήμπορος στα δανικά - hjælpeløs, hjælpeløse, hjælpeløst
  • ανήσυχος στα δανικά - bekymrede, bekymret, bekymret for, bekymret over, bange for
  • ανήφορος στα δανικά - klatre, stigning, opstigning, stigningen, klatretur
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uroligt, urolig, sig uroligt, beklemt, nervøst