Ανεβάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ανεβάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поддръжка, напредвам, водят до повишаване, вдигне, прокара, водят до повишаване на
Ανεβάζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεβάζω

ανεβάζω σφυγμούς, ανεβάζω τον πήχη, ανεβάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανεβάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναχώρηση στα βουλγαρικά - тръгване, отпътуване, заминаване, заминаването, напускане
  • αναψυχή στα βουλγαρικά - отмора, развлечение, отдих, почивка, селище
  • ανεβαίνω στα βουλγαρικά - гора, катерене, планина, изкачване, набиране на височина, изкачи
  • ανεγείρω στα βουλγαρικά - въздигне, възкреся, издигна, издигне, въздигна
Τυχαίες λέξεις
Ανεβάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: поддръжка, напредвам, водят до повишаване, вдигне, прокара, водят до повишаване на