Ανεβάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανεβάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
push up, empurre para cima, empurrar para cima, elevar
Ανεβάζω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεβάζω

ανεβάζω σφυγμούς, ανεβάζω τον πήχη, ανεβάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανεβάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναχώρηση στα πορτογαλικά - departamento, partida, saída, de saída, de partida, da partida
  • αναψυχή στα πορτογαλικά - recreio, distracção, recreação, de recreação, recriação, de lazer
  • ανεβαίνω στα πορτογαλικά - montanha, montanhas, escalada, mudar, alar, monte, serra, ...
  • ανεγείρω στα πορτογαλικά - eliminador, erigir, levantará, levantarei, suscitará, levantar, levante
Τυχαίες λέξεις
Ανεβάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: push up, empurre para cima, empurrar para cima, elevar