Ανεβάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ανεβάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
им помогнам на, им помогнам, помогнам, ги зголеми, помогнам на
Ανεβάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεβάζω

ανεβάζω σφυγμούς, ανεβάζω τον πήχη, ανεβάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανεβάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αναχώρηση στα σλαβομακεδονικά - заминување, поаѓање, заминувањето, отстапување, заминувањето на
  • αναψυχή στα σλαβομακεδονικά - рекреација, одмор, рекреативен, рекреативни, рекреацијата
  • ανεβαίνω στα σλαβομακεδονικά - планина, искачувањето, искачување, качување, се искачи, искачи
  • ανεγείρω στα σλαβομακεδονικά - издигне, воскреснам, подигнам, подигне, се подигне
Τυχαίες λέξεις
Ανεβάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: им помогнам на, им помогнам, помогнам, ги зголеми, помогнам на