Ανεβάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανεβάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
push up, didina, stumti, pakelti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεβάζω
ανεβάζω σφυγμούς, ανεβάζω τον πήχη, ανεβάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανεβάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναχώρηση στα λιθουανικά - išvykimas, išvykimo, nukrypimas, išvykimą, apie nukrypimą
- αναψυχή στα λιθουανικά - pramoga, poilsis, poilsio, rekreacijos, laisvalaikio, poilsio organizavimo
- ανεβαίνω στα λιθουανικά - užlipti, kalnas, lipti, laipioti, kopimas, kopti
- ανεγείρω στα λιθουανικά - pažadins, pakelsiu, pažadina, pažadinti, prikėlė
Τυχαίες λέξεις
Ανεβάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: push up, didina, stumti, pakelti
Μεταφράσεις: push up, didina, stumti, pakelti