Ανεβάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: ανεβάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerletmek, yukarı itmek, yukarı itin, itmek, şınav, yukarı doğru itin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεβάζω
ανεβάζω σφυγμούς, ανεβάζω τον πήχη, ανεβάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανεβάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναχώρηση στα τούρκικα - hareket, ayrılma, kalkış, ayrılış, gidiş, Kalkışı
- αναψυχή στα τούρκικα - rekreasyon, Recreation, eğlence, dinlenme, dinlenme istirahat
- ανεβαίνω στα τούρκικα - dağ, tırmanış, tırmanmaya, tırmanma, bir tırmanış, climb
- ανεγείρω στα τούρκικα - yükseltmek, ayağa kaldırıyosun, kadar yükseltmek, yükseltecek
Τυχαίες λέξεις
Ανεβάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ilerletmek, yukarı itmek, yukarı itin, itmek, şınav, yukarı doğru itin
Μεταφράσεις: ilerletmek, yukarı itmek, yukarı itin, itmek, şınav, yukarı doğru itin