Ανοιχτά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανοιχτά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
открито, открито да, явно, открито се, откровено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτά
ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανοιχτά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανοικοδόμηση στα βουλγαρικά - реконструкция, възстановяване, възстановяването, преустройство, реконструкцията
- ανοικτός στα βουλγαρικά - отварям, отворен, отворени, отворено, отворена, открит
- ανοιχτοχέρης στα βουλγαρικά - отворена, отворени, отворен, Отворяне форма, открита
- ανοιχτός στα βουλγαρικά - отворени, отворен, отварям, отворена, отворено, открит
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: открито, открито да, явно, открито се, откровено
Μεταφράσεις: открито, открито да, явно, открито се, откровено