Ανοιχτά στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανοιχτά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rondweg, ronduit, openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid
Ανοιχτά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτά

ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοιχτά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανοικοδόμηση στα ολλανδικά - wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van
  • ανοικτός στα ολλανδικά - openlijk, openmaken, open, opendoen, openen, geopend, geopende, ...
  • ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά - kwistig, goedgeefs, mild, genereus, scheutig, gul, royaal, ...
  • ανοιχτός στα ολλανδικά - openen, openmaken, opendoen, open, openlijk, geopend, geopende, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rondweg, ronduit, openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid