Ανοιχτά στα δανικά
Μετάφραση: ανοιχτά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbent, åbenlyst, åben, åbent at
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτά
ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά λεξικό γλώσσας δανικά, ανοιχτά στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανοικοδόμηση στα δανικά - genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
- ανοικτός στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
- ανοιχτοχέρης στα δανικά - gavmild, open-, åben, open, åbne, åbent
- ανοιχτός στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: åbent, åbenlyst, åben, åbent at
Μεταφράσεις: åbent, åbenlyst, åben, åbent at