Ανοιχτά στα εσθονικά
Μετάφραση: ανοιχτά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avalikult, avatult, avameelselt, läbipaistvalt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτά
ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανοιχτά στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανοικοδόμηση στα εσθονικά - rekonstrueerimine, rekonstrueerimise, ülesehitustöö, ülesehitamiseks, rekonstrueerimist
- ανοικτός στα εσθονικά - lahti, avama, avalik, avatud, on avatud, open, avada
- ανοιχτοχέρης στα εσθονικά - helde, suuremeelne, avatud, lahti, on avatud, open, avada
- ανοιχτός στα εσθονικά - avalik, avama, lahti, avatud, on avatud, open, avada
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: avalikult, avatult, avameelselt, läbipaistvalt
Μεταφράσεις: avalikult, avatult, avameelselt, läbipaistvalt