Αντιδρώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αντιδρώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реагирам, реагира, реагират, да реагира, реагираме
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιδρώ
αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ συνώνυμο, αντιδρώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντιδρώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αντιδιαστολή στα βουλγαρικά - противоположност, разлика, противопоставяне, разлика от тях, контраст
- αντιδραστήρας στα βουλγαρικά - реактор, реактора, на реактора, реактор с
- αντιζηλία στα βουλγαρικά - съперничество, съперничеството, конкуренция, съревнование
- αντιθετικός στα βουλγαρικά - контрастен, противоположен, антитетичен
Τυχαίες λέξεις
Αντιδρώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: реагирам, реагира, реагират, да реагира, реагираме
Μεταφράσεις: реагирам, реагира, реагират, да реагира, реагираме