Αντιδρώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: αντιδρώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reaguoti, reaguoja, reaguos, reakcija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιδρώ
αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ συνώνυμο, αντιδρώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αντιδρώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αντιδιαστολή στα λιθουανικά - išskyrimas, priešybė, Pretstatīšana
- αντιδραστήρας στα λιθουανικά - reaktorius, reaktoriaus, reaktorių, reaktoriuje
- αντιζηλία στα λιθουανικά - konkurencija, varžybos, varžymasis, lenktyniavimas, varžymosi
- αντιθετικός στα λιθουανικά - antitezinis, priešingas, Antitēzes, Przeciwstawny, Antytetyczny
Τυχαίες λέξεις
Αντιδρώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reaguoti, reaguoja, reaguos, reakcija
Μεταφράσεις: reaguoti, reaguoja, reaguos, reakcija