Αντιδρώ στα εσθονικά
Μετάφραση: αντιδρώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reageerima, reageerida, reageerivad, reageeri, reageerib
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιδρώ
αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ συνώνυμο, αντιδρώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, αντιδρώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αντιδιαστολή στα εσθονικά - Erinevalt, Erinevalt sellest, vastandina, vastanduses, Järsk erinevus
- αντιδραστήρας στα εσθονικά - reaktor, reaktori, reaktorisse, reaktoris, reaktorite
- αντιζηλία στα εσθονικά - rivaliteet, võistlus, konkurents, rivaalitsemine, vastasseis
- αντιθετικός στα εσθονικά - antiteetiline, antiteetilised, antiteetiliseks, antiteetilises, antiteetilise
Τυχαίες λέξεις
Αντιδρώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: reageerima, reageerida, reageerivad, reageeri, reageerib
Μεταφράσεις: reageerima, reageerida, reageerivad, reageeri, reageerib