Αντικείμενο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αντικείμενο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предмет, обект, Object, цел, обекта
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικείμενο
αντικείμενο συνώνυμα, αντικείμενο ρήματος, αντικείμενο αρχαία ελληνικά, αντικείμενο αγγλικά, αντικείμενο στα νέα ελληνικά, αντικείμενο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντικείμενο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αντικαταστάτης στα βουλγαρικά - наместник, възстановяване, замяна, заместване, връщане, заместител, заместник, ...
- αντικατοπτρίζω στα βουλγαρικά - огледало, перкало, отразена, отразени, на отразени, Отразената, Отразява
- αντικειμενικός στα βουλγαρικά - обективен, цел, обективна, обективни, обективно
- αντικρίζω στα βουλγαρικά - конфронтира, противопоставят, изправят, се изправи срещу, изправи
Τυχαίες λέξεις
Αντικείμενο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: предмет, обект, Object, цел, обекта
Μεταφράσεις: предмет, обект, Object, цел, обекта