Αντικείμενο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αντικείμενο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аб'ект, месца
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικείμενο
αντικείμενο συνώνυμα, αντικείμενο ρήματος, αντικείμενο αρχαία ελληνικά, αντικείμενο αγγλικά, αντικείμενο στα νέα ελληνικά, αντικείμενο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αντικείμενο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αντικαταστάτης στα λευκορωσικά - замена
- αντικατοπτρίζω στα λευκορωσικά - люстра, лёд, адлюстраваны, адлюстраванае, адбіты, ён адлюстроўваў, адлюстроўваў
- αντικειμενικός στα λευκορωσικά - мэта, мэту
- αντικρίζω στα λευκορωσικά - супрацьстаяць, процістаяць
Τυχαίες λέξεις
Αντικείμενο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аб'ект, месца
Μεταφράσεις: аб'ект, месца