Αντικείμενο στα τούρκικα
Μετάφραση: αντικείμενο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
niyet, hedef, şey, tema, amaç, konu, nesne, disiplin, nesnesi, nesnenin, bir nesne, obje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικείμενο
αντικείμενο συνώνυμα, αντικείμενο ρήματος, αντικείμενο αρχαία ελληνικά, αντικείμενο αγγλικά, αντικείμενο στα νέα ελληνικά, αντικείμενο λεξικό γλώσσας τούρκικα, αντικείμενο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αντικαταστάτης στα τούρκικα - ardıl, halef, vekil, yerine, yedek, yerini, ikame
- αντικατοπτρίζω στα τούρκικα - ayna, aylamak, yansıyan, Yansıtılan, yansıtılır, Yansıtılmış, yansır
- αντικειμενικός στα τούρκικα - gerçek, niyet, objektif, nesnel, hedef, amaç, amacı, ...
- αντικρίζω στα τούρκικα - surat, karşılaştırmak, yüz, bakış, yüzleştirmek, yüzleşmek, karşı karşıya, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντικείμενο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: niyet, hedef, şey, tema, amaç, konu, nesne, disiplin, nesnesi, nesnenin, bir nesne, obje
Μεταφράσεις: niyet, hedef, şey, tema, amaç, konu, nesne, disiplin, nesnesi, nesnenin, bir nesne, obje