Αντικείμενο στα ισλανδικά

Μετάφραση: αντικείμενο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fag, málefni, hlut, mótmæla, hlutur, Markmið, hlutinn
Αντικείμενο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικείμενο

αντικείμενο συνώνυμα, αντικείμενο ρήματος, αντικείμενο αρχαία ελληνικά, αντικείμενο αγγλικά, αντικείμενο στα νέα ελληνικά, αντικείμενο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αντικείμενο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αντικαταστάτης στα ισλανδικά - staðinn, stað, í staðinn, staðgengill, varamaður
  • αντικατοπτρίζω στα ισλανδικά - spegill, endurspeglast, fram, birtist, endurspeglaði, endurspeglaðist
  • αντικειμενικός στα ισλανδικά - Markmið, Markmiðið, markmiði, hlutlæg, Tilgangur
  • αντικρίζω στα ισλανδικά - andlit, svipur, takast, takast á, takast á við, að takast, horfast í augu
Τυχαίες λέξεις
Αντικείμενο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fag, málefni, hlut, mótmæla, hlutur, Markmið, hlutinn