Ανυπεράσπιστος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανυπεράσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беззащитен, беззащитни, беззащитна, беззащитно, беззащитното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος συνωνυμα, ανυπεράσπιστος καημός, ανυπεράσπιστος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανυπεράσπιστος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανυπάκουος στα βουλγαρικά - непокорен, непослушен, непокорни, непокорните
- ανυπακοή στα βουλγαρικά - непослушание, непокорство, неподчинение, непокорството, неподчинението
- ανυπομονησία στα βουλγαρικά - нетърпение, нетърпеливост, нетърпението, от нетърпение
- ανυποχώρητος στα βουλγαρικά - упорит, упорити, здрав, силен, здраво слепен
Τυχαίες λέξεις
Ανυπεράσπιστος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: беззащитен, беззащитни, беззащитна, беззащитно, беззащитното
Μεταφράσεις: беззащитен, беззащитни, беззащитна, беззащитно, беззащитното