Ανυπεράσπιστος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανυπεράσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerloos, weerloze, weerlozen, machteloos, zonder verdediging
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος συνωνυμα, ανυπεράσπιστος καημός, ανυπεράσπιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανυπεράσπιστος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανυπάκουος στα ολλανδικά - ongehoorzaam, ongehoorzame, ongehoorzamen, ongehoorzaam zijn, ongehoorzaamheid
- ανυπακοή στα ολλανδικά - ongehoorzaamheid, de ongehoorzaamheid, ongehoorzaam, ongehoorzaamheid van
- ανυπομονησία στα ολλανδικά - ongeduld, ongeduldig, het ongeduld, van ongeduld
- ανυποχώρητος στα ολλανδικά - vasthoudend, hardnekkige, vasthoudende, taaie, hardnekkig
Τυχαίες λέξεις
Ανυπεράσπιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weerloos, weerloze, weerlozen, machteloos, zonder verdediging
Μεταφράσεις: weerloos, weerloze, weerlozen, machteloos, zonder verdediging