Ανυπεράσπιστος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανυπεράσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beginklis, apsiginti, neginami, beginkliai, neapsaugota
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος συνωνυμα, ανυπεράσπιστος καημός, ανυπεράσπιστος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανυπεράσπιστος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανυπάκουος στα λιθουανικά - nepaklusnus, neklusnūs, neklausydami, nepaklusnūs, Nepaklusnieji
- ανυπακοή στα λιθουανικά - nepaklusnumas, neklusnumas, nepaklusnumo, nepaklusnumą, neklusnumu
- ανυπομονησία στα λιθουανικά - nekantrumas, nekantrumo, nekantriai, nekantrumą, nekantrybė
- ανυποχώρητος στα λιθουανικά - atkaklus, atkaklūs, wytrwałym, Gajus, kibus
Τυχαίες λέξεις
Ανυπεράσπιστος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: beginklis, apsiginti, neginami, beginkliai, neapsaugota
Μεταφράσεις: beginklis, apsiginti, neginami, beginkliai, neapsaugota