Ανυπεράσπιστος στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανυπεράσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
védtelen, kiszolgáltatott, védtelenek, védtelenül, kiszolgáltatottá
Ανυπεράσπιστος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυπεράσπιστος

ανυπεράσπιστος συνωνυμα, ανυπεράσπιστος καημός, ανυπεράσπιστος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανυπεράσπιστος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανυπάκουος στα ουγγρικά - engedetlen, engedetlenek, iránt engedetlenek, engedetlenkedı, hitetlenek
  • ανυπακοή στα ουγγρικά - fegyelemsértés, engedetlenség, engedetlensége, engedetlenséget, az engedetlenség, engedetlenségre
  • ανυπομονησία στα ουγγρικά - türelmetlenség, türelmetlenül, türelmetlenségét, a türelmetlenség, türelmetlenséggel
  • ανυποχώρητος στα ουγγρικά - ellenálló, állhatatos, szívós, kitartó, makacs
Τυχαίες λέξεις
Ανυπεράσπιστος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: védtelen, kiszolgáltatott, védtelenek, védtelenül, kiszolgáltatottá